- νούλα
- η (Μ νούλα)μηδέν, μηδενικό («νούλα η νούλα τά 'φαγε ούλα» — λέγεται για κακόπιστους και ιδιοτελείς λογαριασμούς, παροιμ.)νεοελλ.1. (για πρόσ.) ανάξιος, τιποτένιος («μπορεί ως επιστήμονας να είναι σπουδαίος, αλλά ως άνθρωπος είναι μία νούλα»)2. χαμένος κόπος, αποτυχία3. (στο σκάκι) ισοπαλία, πατ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nulla «μηδέν, τίποτε» < λατ. nullus «κανένας»].
Dictionary of Greek. 2013.