νούλα

νούλα
η (Μ νούλα)
μηδέν, μηδενικό («νούλα η νούλα τά 'φαγε ούλα» — λέγεται για κακόπιστους και ιδιοτελείς λογαριασμούς, παροιμ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) ανάξιος, τιποτένιος («μπορεί ως επιστήμονας να είναι σπουδαίος, αλλά ως άνθρωπος είναι μία νούλα»)
2. χαμένος κόπος, αποτυχία
3. (στο σκάκι) ισοπαλία, πατ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nulla «μηδέν, τίποτε» < λατ. nullus «κανένας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νούλα — η (λ. ιταλ.) 1. μηδέν, μηδενικό. 2. για πρόσωπα και πράγματα, αυτός που δεν έχει καμιά αξία: Ως γιατρός είναι μια νούλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”